- δωροδοκεῖται
- δωροδοκέωaccept as a presentpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδέκαστος — η, ο (Α ἀδέκαστος, ον) [δεκάζω] 1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του 2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο τιμιότητα, ακεραιότητα («το… … Dictionary of Greek
αδωρία — ἀδωρία, η (Α) [ἄδωρος] το να μην δωροδοκείται κανείς, το να είναι αδιάφθορος … Dictionary of Greek
ανεξαγόραστος — η, ο 1. (για πράγματα) αυτός που δεν εξαγοράζεται ή δεν είναι δυνατόν να εξαγοραστεί 2. (για πρόσωπα) όποιος δεν δωροδοκείται ή δεν είναι δυνατόν να δωροδοκηθεί … Dictionary of Greek
απαρεγχείρητος — ἀπαρεγχείρητος, ον (Α) αυτός που δεν δωροδοκείται, αδιάφθορος, απρόσβλητος … Dictionary of Greek
δεξίδωρος — δεξίδωρος, ον (Α) αυτός που δωροδοκείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + δωρος < δώρον. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, αερσίλοφος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δωρητός — ή, ό (AM δωρητός, ή, όν) αυτός που δίνεται ως δώρο («δωρητὸν οὑκ αἰτητόν») νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δωρήσει αρχ. αυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται … Dictionary of Greek
δωροδέκτης — ο (AM δωροδέκτης) αυτός που δωροδοκείται … Dictionary of Greek
δωροδοκία — Αξιόποινο αδίκημα που αναφέρεται σε διάφορες περιπτώσεις στον Π.Κ. Έτσι, τιμωρείται ο δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, όταν αποκτά ή δέχεται δώρα ή άλλα ωφελήματα για να ενεργήσει ή να παραλείψει παράνομη ή νομική πράξη. Εκτός από τον… … Dictionary of Greek
δωροδόκημα — το (AM δωροδόκημα) 1. το αποτέλεσμα τής δωροδοκίας, η διαφθορά 2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία νεοελλ. το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος … Dictionary of Greek
δωροδόκος — ο (AM δωροδόκος, ον) αυτός που δωροδοκεί κάποιον αρχ. μσν. εκείνος που δωροδοκείται αρχ. ο δωρητής … Dictionary of Greek